- μπλαζέ
- bıkkın, önem vermeyen
Ελληνικό – Τουρκικό Λεξικό. 2010.
Ελληνικό – Τουρκικό Λεξικό. 2010.
μπλαζές — ο, και μπλαζέ, ο, η (για πρόσ.) α) αδιάφορος ή βαριεστημένος από τη ζωή β) αυτός που υποκρίνεται τον κουρασμένο και χορτασμένο από τη ζωή. [ΕΤΥΜΟΛ. < γαλλ. blase < ολλ. blasen «επαίρομαι, υπερηφανεύομαι»] … Dictionary of Greek
μπλαζές — ο πληθ. έδες (λ. γαλλ.), αυτός που έχει χορτάσει τα πάντα, ο αδιάφορος, ο υπερόπτης: Έχει συνεχώς ύφος μπλαζέ … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)